- διεντέρευμα
- διεντέρευμα, το (Α)(κωμ. λ. τού Αριστοφ. για οξύνοια ή οξυδέρκεια) η έρευνα, διόραση με τη βοήθεια τών εντέρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεντέρευμα — looking through entrails neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεντερεύματος — διεντέρευμα looking through entrails neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)